- έκμαγμα
- το (AM ἔκμαγμα)το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύληαρχ.αποτύπωμα πάνω σε κερί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκμαγμα — impression in wax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμάγματα — ἔκμαγμα impression in wax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
έκμακτρον — ἔκμακτρον, το (Α) το έκμαγμα … Dictionary of Greek
αυτέκμαγμα — αὐτέκμαγμα, το (Α) [έκμαγμα] απαράλλαχτο αποτύπωμα, ομοίωμα … Dictionary of Greek